- ἐλαιώνων
- ἐλαιώνolive-yardmasc gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βοσκότοπος — Μικρή ή μεγάλη ακαλλιέργητη έκταση, με ποώδη φυτική κάλυψη, που χρησιμοποιείται από τα οικόσιτα ή νομαδικά φυτοφάγα ζώα. Ονομάζεται επίσης και βοσκή. Οι φυσικοί β. διαμορφώνονται είτε σε ειδικές συνθήκες, όπως αυτές που προκαλούνται από το… … Dictionary of Greek
Σάσαρι — (Sassari). Επαρχία της Ιταλίας στη Σαρδηνία και ομώνυμη πόλη (εκτ. 7520 τ. χλμ., 455 104 κάτ.). Το έδαφός της είναι ορεινό και το κλίμα της ψυχρότερο των άλλων επαρχιών του νησιού. Στην επαρχία σημειώνονται άφθονες βροχοπτώσεις, υπάρχουν όμως και … Dictionary of Greek
Φιλιάτες — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 220 μ.) στον ομώνυμο δήμο του νομού Θεσπρωτίας. Οι Φ. βρίσκονται χτισμένες πάνω σε χαμηλό οροπέδιο, μέσα σε δάσος ελαιώνων προς τα νότια της επαρχίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου στον οποίο υπάγονται 41 κοινότητες. Οι … Dictionary of Greek